αγνωστικιστικός

αγνωστικιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τού αγνωστικισμού*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγνωστικιστής + παραγωγική κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”